Κυδοιμῶ

Κυδοιμῶ
Κυδοιμός
din of battle
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυδοιμώ — κυδοιμῶ, έω (Α) [κυδοιμός] 1. προκαλώ σύγχυση, δημιουργώ ταραχή 2. ταράζω κάποιον, θορυβώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κυδοιμῶ — κυδοιμέω make an uproar pres subj act 1st sg (attic epic doric) κυδοιμέω make an uproar pres ind act 1st sg (attic epic doric) κυδοιμός din of battle masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυδοιμῷ — Κυδοιμός din of battle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυδοιμῷ — κυδοιμός din of battle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφόεις — λοφόεις, εσσα, εν (Α) [λόφος] 1. (για πτηνό) αυτός που έχει λοφίο 2. (για τόπο) αυτός που έχει λόφο («πολυσφαράγῳ δὲ κυδοιμῷ Ταυρείου λοφόεντος ἀρασσομένου κενεῶνος», Νόνν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”